Βάλια Γκέντσου/ Valia Gentsou
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΑΝΑΠΟΔΑ / Reversed fairy tales
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΘΕΜΕΛΙΟ
Σελίδες 78
Μέγεθος 22,5 Χ 15 cm
1η έκδοση: Αθήνα, Σεπτέμβριος 2020
ISBN : 978-960-310-420-9
Από τη συλλογή «Παραμύθια ανάποδα»:
[…Εγώ στο σήμερα
το ξημέρωμα φθάνει απροστάτευτο
όμως
η ψυχή χτίζει χαρέμια με πολλά δωμάτια
το σώμα επίσης
τα βράδια κοιμούνται μαζί
αγγίζονται
άμα ξεκολλήσει το ένα κρυώνουν όλα]
Links:
ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΑΝΑΠΟΔΑ ΤΗΣ Β.ΓΚΕΝΤΣΟΥ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ «Δίοδος» ΤΕΥΧΟΣ 22, ΙΟΥΛΙΟΣ 2022
ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΙΣΙΔΩΡΑΣ ΜΑΛΑΜΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ «ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΑΝΑΠΟΔΑ»
ΤΗΣ ΒΑΛΙΑΣ ΓΚΕΝΤΣΟΥ [ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΚΑΡΥΟΘΡΑΥΣΤΙΣ» ΤΕΥΧΟΣ 10/11, ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2022]
Η ποιητική συλλογή της Βάλιας Γκέντσου Παραμύθια Ανάποδα έρχεται ως εύλογη συνέχεια της προηγούμενης ποιητικής της συλλογής Ο δρόμος άνοιγε στο τέλος, τόσο σε επίπεδο ποιητικής δεξιοτεχνίας, όσο και σε επίπεδο θεματικού βάθους. Βρισκόμενη εκεί, στο νοητικό ξέφωτο που της χάρισε το άνοιγμα του δρόμου της προηγούμενης ποιητικής της ακροβασίας, αγγίζει την άκρη του μίτου για να διαβεί τώρα έναν νέο ποιητικό λαβύρινθο. Μόνο που ο λαβύρινθος αυτός είναι τρισδιάστατος και η ποιήτρια χαίρεται ‒εκτός από την οριζόντια περιδιάβασή του‒ τις πολλαπλές καταδύσεις της στο νοητικό του βυθό και, παράλληλα, το πέταγμά της στο ύψος της ποιητικής ιδέας. Σε αυτό το αδιάκοπο παιχνίδισμά της, ανακαλύπτει τη μαγεία του ανάποδου πετάγματος· τη νέα προοπτική που δίνει η ανάποδη οπτική· τη δυνατότητα να βλέπεις τα πράγματα ανάποδα, διατρανώνοντας ότι η ποίηση είναι ο χώρος των πολλαπλών οπτικών και των αναρίθμητων αναγνώσεων. Άλλωστε, κάπου εκεί, στο ανάποδο παραμύθι ή, συχνά, σε μια επικαιροποιημένη αντιστροφή του, αναμένει την ανακάλυψη ενός κόσμου πιο γλυκού ‒με την ιδιότητα της ποίησης να απαλύνει τη σκληρότητα‒ από αυτόν των συμβατικών παραμυθιών: «Τι παραμύθι να σου πω /να πεταχτείς απάνω /ανάποδο θα σου το πω/ να στρέψει αλλιώς το ριζικό». Για αυτό, θα κλείσει απέξω τους λύκους των παραμυθιών που μάτωσαν την παιδική της ζωή και θα βάλει τις κοκκινοσκουφίτσες να τους φιλούν στο στόμα, θα δώσει την πρωτοκαθεδρία των λιτανειών σε ντυμένα με άμφια κορίτσια που θα οδηγούν τους γυμνούς παπάδες και θα ξεκαθαρίσει ότι οι πριγκίπισσες δεν θα νιώσουν ποτέ το μπιζέλι κάτω από τα στρώματα, νεύοντας συναινετικά στα καθαρά λόγια του Αναγνωστάκη: «Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια. Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί. Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο. Μα στο παιδί δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια». Κανένας ωραιοποιημένος κόσμος, λοιπόν, τίποτα παραπλανητικό δεν θα θολώσει την αλήθεια της Γκέντσου, την προσωπική της κατάθεση, τον τρόπο που βίωσε αυτή το πέρασμα του χρόνου και των ανθρώπων από πάνω της. Με αυτήν την προγραμματική αρχή, ο ποιητικός τοκετός απέβη πληθωρικός: 56 ποιήματα, κάτω από τη σκέπη τεσσάρων κεφαλαίων και δύο να αυτονομούνται στην αρχή της συλλογής, αποτυπώνοντας το στίγμα της. Το πρώτο, «Δειλινές σκιές», αφουγκράζεται την ανάγκη των ψυχών να επικοινωνήσουν αγγίζοντας το ρόπτρο μαλακά, και την ηθελημένη αυτοπαγίδευση του ποιητικού υποκειμένου σε μια ατέρμονη, διά βίου αναζητητική στάση: θα γεράσω σκεπτόμενη. Το δεύτερο, «Γυάλινη σφαίρα», καλεί τον αναγνώστη να κρυφοκοιτάξει μαζί με το ποιητικό υποκείμενο μέσα στη γυάλινη σφαίρα της ζωής, να έρθει αντιμέτωπος με όσα «πρέπει» και «μην» απρεπώς παραβιάστηκαν, αλλά και με όσα ‒αν και απαιτούσαν υπερβάσεις‒ αντιμετωπίστηκαν με πειθήνια υποταγή. Μα όχι σίγουρα να μετανοήσει για αυτά. Απλώς, να εγκύψει σε μια μνήμη που δεν έχει την πολυτέλεια να είναι επιλεκτική. Ένα παράτυπο, λοιπόν, κοίταγμα ‒απότοκο μιας ανήσυχης σκέψης‒ αποτελεί το εναρκτήριο κάλεσμα στον αναγνώστη.
Πρώτος σταθμός, η παιδική ηλικία, «Η εποχή των κοριτσιών». Μια εποχή κατά την οποία η ποιητική περσόνα ζούσε ως πρωταγωνίστρια του δικού της παραμυθιού, ως μια άλλη Τίνκερμπελ, ως μια νεράιδα παραμυθιών με τις δικές της κούκλες στο χέρι, ως μία μακρόταλη αμαζόνα· κάθε ρόλος και ένα «γιατί» ή καλύτερα ένα «γιατί δεν». Μια εποχή κατά την οποία ο χρόνος ήταν απέραντος και η μέρα ξεψυχούσε ευθεία / όπως γεννιόταν. Μια εποχή της αταξίας, της σκανταλιάς, αλλά και της ιδιοτροπίας, της ανάγκης για φυγή: δεν ήθελα να είμαι σαν /ήθελα να είμαι η. Μια εποχή που επανέρχεται σαν ένα φωτογραφικό λεύκωμα το οποίο ξεφυλλίζει χρόνια μετά, για να συνθέσει όλα τα κομμάτια του κατακερματισμένου πια εαυτού της. Η εικόνα της καθιστής μητέρας, με τα εικονογραφημένα στο χέρι, η παρουσία του πατέρα ζωντανή μέσα από τα απλωμένα του εσώρουχα που τόσο απρόσμενα λιγόστεψαν στη ζωή της. Στο ποιητικό παρόν μένουν σαν απολιθώματα οι εικόνες μόνο, παρουσίες μόνιμων απουσιών, με τις γονεϊκές φωνές να αντηχούν ακόμη, ευτυχώς, μελωδικά στα αυτιά της: το τραγούδι του πατέρα έρχεται τότε / εξαίσια αίσθηση νιότης παλιάς / με τη μάνα να κάνει τις δεύτερες.Το ίδιο κλίμα αναπόλησης χαρακτηρίζει και τα ποιήματα που φωλιάζουν κάτω από τον γενικό τίτλο «Επέκεινα του φράχτη». Η ομορφιά της φύσης και το παιδικό παιχνίδι που γεννούσε ήρωες, οι μαθήτριες με τους άσπρους γιακάδες και τα μαύρα από τα καπνά ακροδάχτυλα, το άγγιγμα του θανάτου που, ευτυχώς, αστόχησε, συνθέτουν τον κόσμο της τρυφερής παιδικότητας τόσο διαμετρικά αντίθετο με αυτόν της σκληρής ωριμότητας, που η ποιητική φωνή απαιτεί να τον ξαναζήσει σε μια διεκδίκηση του προσωπικού της ανθίσματος: Ν’ άφηνα τα μαλλιά μου λυτά / ανεμοδαρμένα πέπλα / στην πρώιμη ζέστα των ήλιων / να σκαρφαλώσουν τα παιδιά της γειτονιάς / να κτίσουν δεντρόσπιτα / Ο τόπος ν’ ανθίσει / να μείνει έκτοτε ανθισμένος.
Η ερωτευμένη νέα βρίσκει ποιητική στέγη στο τρίτο μέρος της συλλογής, με τίτλο «Κι ό,τι πονά ας κλείσει», είτε για να εκμυστηρευτεί τη ζωογόνα επίδραση του «εσύ» πάνω της, το αίσθημα της πληρότητας από το άλλο μισό που εφάρμοσε απόλυτα στο αντίστοιχό του, είτε για να καταθέσει τον φόβο της ερωτικής σιωπής και του αποχωρισμού, που άφησε το αποτύπωμά του σε ένα περίγραμμα στον τοίχο ‒ μια μνήμη/εμπόδιο: Το περίγραμμα στον τοίχο / έμεινε σκιά του εαυτού του / όπως και να το κάνουμε / είσαι εμπόδιο στο χώρο. Αυτά τα σημάδια όλων των κάδρων που κατεβάσαμε τόσο ασυναίσθητα στη ζωή μας διαπερνούν και το τελευταίο μέρος της συλλογής, «Το τέλος μια ψευδαίσθηση κι αυτό», με τον θάνατο, τη ματαίωση και το αδιάλειπτο τικ τοκ να υπονομεύει κάθε σκέψη ανέφελη και να ματαιώνει κάθε στιγμή που ξεκίνησε με ευχάριστες προοπτικές. Όλα τα ποιήματα, ένας λυγμός για τις ανεπιστέγαστες προοπτικές. Μέσα από τα Παραμύθια Ανάποδα ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να χαρεί ένα μοναδικό ταξίδι στη διαχρονία και τη συγχρονία, στον χρόνο και τον χώρο, στο ποτέ και το πάντα, στο παντού και το πουθενά. Να αντικρίσει μέσα από τη φωτογραφική αρχιτεκτονική του στίχου τούς ναούς της Σάγκρι Λα, τα πορτραίτα φαγιούμ, τον Άγιο Χριστόφορο και την Ελεούσα, να χαρεί την αναβίωση μεγάλων ιστορικών στιγμών και να μετάσχει με ευλάβεια στον συγκρητισμό μιας ποίησης υλικά και πνευματικά διαπολιτισμικής ‒ και, κατά συνέπεια, βαθιά ανθρώπινης. Να ταξιδέψει μέσα από τα παιδικά παραμύθια στις ανέφελες νύχτες του παρελθόντος, τότε που μητρική αφήγηση μοίραζε ρόλους ηρωικούς, που ενσαρκώνονταν με επαγγελματική συνέπεια στα πιο πραγματικά όνειρα από ερασιτέχνες ηθοποιούς. Να αναπαραστήσει μυθικά τέρατα, που χαίρονταν την υπερβολή των δυνάμεών τους μέσα σε έναν κόσμο καθ’ όλα αδύναμο. Βασικό όχημα στο ποιητικό εγχείρημα, η δύναμη της εικόνας, ευθεία αντανάκλαση της αγάπης της ποιήτριας για την καλλιτεχνική φωτογραφία. Την πρωτοκαθεδρία της εικόνας υπηρετούν αδιαμαρτύρητα και τεχνηέντως συγκρατημένα τα υπόλοιπα εκφραστικά μέσα, ενώ η γλώσσα της ποιήτριας τολμά επικίνδυνους συνδυασμούς, που οδηγούν, ωστόσο, σε ασφαλή κατάδυση. Σε αυτό το πλαίσιο, οι τίτλοι των ποιημάτων, τίτλοι-χρησμοί, αποτελούν κάθε φορά μια πρόκληση για μια προσωπική αποκρυπτογράφηση, ένα ατομικό στοίχημα, με την αστιξία όχι μόνο να επιτρέπει, αλλά και να ενθαρρύνει τις υποκειμενικές ερμηνευτικές ακροβασίες.
Η ποίηση της Βάλιας Γκέντσου επιφυλάσσει για τον αναγνώστη ένα μοναδικό κέρδος, το οποίο, όμως, δεν του χαρίζεται εύκολα. Είναι ποίηση «βραδείας καύσης». Ή, καλύτερα, επαναλαμβανόμενης. Όσο περισσότερο την ανασκαλέψεις στην προσωπική σου φωτιά, τόσο περισσότερη θέρμη θα εισπράξεις. Με άλλα λόγια, η ανάγνωση της ποιητικής αυτής συλλογής απαιτεί μια αναγνωστική δεξιότητα που υπονομεύεται από την εποχή: τη βραδύτητα, την κίνηση εις βάθος κι όχι εις μήκος. Η δεύτερη, η τρίτη ανάγνωση των ποιημάτων της συλλογής, ανοίγει άξαφνα ερμηνείες που πρωτύτερα ήταν σφραγισμένες και φάνταζαν απροσπέλαστες. Κι όμως πρόκειται για ερμηνείες της ζωής του καθενός μας. Και η γραφή της Γκέντσου ίσως είναι ένας τρόπος για να απασφαλίσουμε όλα όσα μας επιβάλλουν τη συμβίωση με έναν άγνωστο εαυτό.
Ισιδώρα Μάλαμα
ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΒΑΛΙΑ ΓΚΕΝΤΣΟΥ ΣΥΝΟΜΙΛΕΙ Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ
[ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ «ΚΑΡΥΟΘΡΑΥΣΤΙΣ» ΤΕΥΧΟΣ 10/11, ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2022]
-
Διαβάζοντας την πρόσφατη (δεύτερη κατά σειρά) ποιητική σου συλλογή, αγαπητή Βάλια, Παραμύθια Ανάποδα, Θεμέλιο 2020, έχω έντονη την αίσθηση μιας επιστροφής, είτε αυτή αφορά τη μνήμη των προσώπων, που επιμένουν να επανέρχονται, είτε τη δική σου μετάβαση στο παρελθόν. Από πού πηγάζει αυτή η ανάγκη; Είναι η ποίηση ένα πρόσφορο «όχημα» για την επιστροφή αυτή;
Θα μπορούσε να προσδιοριστεί ολόκληρη η συλλογή ως ένα ποιητικό αφήγημα. Η αφηγήτρια επιστρέφει στην αφετηρία με διπλή ιδιότητα, άλλοτε ως παιδί, άλλοτε ως ενήλικας και αναζητά, μέσω του «οχήματος» της ποίησης, όπως σωστά παρατηρείς, τις δικές της πολλαπλές, ενίοτε και αναποδογυρισμένες αναγνώσεις μιας πρώτης εύθραυστης ζωής. Η ποίηση όπως και κάθε Τέχνη είναι βοηθητική στο ταξίδι. Επίσης, οι ζωτικές χίμαιρες των παραμυθιών προστατεύουν την ισορροπία πάνω σε μία δύσκολη πραγματικότητα, άλλοτε με ήπια γλυκύτητα και άλλες φορές στην κόψη. Από πού πηγάζει αυτή η ανάγκη επιστροφής; Δεν ξέρω. Και δεν είναι τόσο απλό ν’ απαντηθεί. Όλοι κάποια στιγμή επιστρέφουμε. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, στους ίδιους τόπους, «στους ίδιους δρόμους» κατά Καβάφη. Με τον δικό μου τρόπο: «Κρυμμένη περνώ/ κάποτε είμαι πρόσωπο/ άλλες φορές τοπίο ».
-
Ήδη από τον τίτλο –χωρίς ωστόσο να μένει μόνον εκεί– φαίνεται η αρωγή του παραμυθιού στον ποιητικό σου τρόπο. Νιώθω ότι πρόκειται για κάτι περισσότερο από ένα νοσταλγικό ταξίδι επιστροφής στην παιδική ηλικία.
Το παραμύθι είναι κομμάτι της πραγματικότητας με άπειρες αναγνώσεις. Εκτός από μια διάθεση ανάμνησης που μεταφέρει, η σχέση μου μαζί του κρύβει ερωτισμό, ονειρικά στοιχεία, συμβολισμούς. Επίσης σκληρότητα και σκοτάδι. Και μια πρωτογενή αθωότητα, τόσο συναφή με την ιδιοσυστασία που κουβαλώ. Τα παραμύθια διασώζουν πρωτογενείς σκέψεις, συναισθήματα, τα οποία οι λαοί μεταμορφώνουν διαχρονικά σε μύθο, σε τραγούδι, σε θρησκευτικά σύμβολα. Ένα τεράστιο χωνευτήρι. Σκύβω στον πυρήνα του με σεβασμό. Δεν επέλεξα τα παραμύθια που διάβαζα μικρή ή μου διάβαζαν για να απαλύνω μια δύσκαμπτη πραγματικότητα. Περισσότερο μ’ ενδιέφερε να αναποδογυρίσω την κλασική ιστορία των παραμυθιών και ν’ αναπλάσω μια καινούργια, εγκιβωτίζοντας στα βάθη της, ψηφίδες από τη ζωή μου. Αναζητώ τη σχέση της ποίησης με τη μνήμη και την ταυτότητα. Κατά ένα τρόπο λοιπόν, όταν αποφασίζω να επιστρέψω ως αφηγήτρια, προσπαθώνα στήσω όρθια τα λυγισμένα πένθη μέσα από την αληθοφάνεια του μύθου. Όλα αυτά σε μια λεπτή ισορροπία τρόμου, σαν να περπατάς πάνω στο σχοινί του ακροβάτη.Δεν πρόκειται, επομένως, για ένα νοσταλγικό ταξίδι με διάθεση εξομολόγησης. Είναι ποίηση στην κόψη του ξυραφιού. Προσπάθησα να την πλάσω με ευλάβεια και τρυφερότητα.
-
Και στην πρώτη σου συλλογή και σ’ αυτή κατορθώνεις να συγκρατείς τον λυρισμό, να ελέγχεις τις συναισθηματικές εξάρσεις. Πρόκειται για συνειδητή επιλογή; Για να το θέσω διαφορετικά, ο ποιητικός σου τρόπος με ποια υλικά φτιάχνεται;
Επιλογή μέχρις ενός σημείου. Προτιμώ να μην εξουσιάζει το συναίσθηματην έκφραση. Λειτουργώ με εικόνες και έλκομαι από ένα πιο λιτό ποιητικό σχήμα, όπου μέσα εκεί όλα είναι σημαντικά και δεν μπορείς να πετάξεις τίποτα. Υπάρχει μια φωτογραφία του μεγάλου φωτογράφου Eugène Αtget, τραβηγμένη στις Βερσαλλίες το 1901, στην οποία απεικονίζεται μία σκάλα με 103 σκαλοπάτια που φθάνει σ’ ένα σημείο κορύφωσης μετά από το οποίο συναντάς απόλυτο κενό. Αναρωτιέσαι εύλογα, πού οδηγεί αυτή η σκάλα και γιατί να τραβήξει ο Atget ένα τόσο «αποδυναμωμένο» θέμα. Διατηρείς την αίσθηση της απόλυτης α-συνέχειας, κι όμως είναι όλα εκεί μπροστά σου, βασανιστικά παρόντα. Αυτός ο κρυμμένος υπαινιγμός με πείθει για την ύπαρξη στοιχείου ανατροπής. Αυτήν την ανατροπή, λεκτική και νοηματική, αναζητώ και στον δικό μου ποιητικό τρόπο.
-
Βιωματική η ποίησή σου, με επεξεργασμένα αυτοβιογραφικά στοιχεία που φροντίζουν να αποβάλουν τις ευθείες αναφορές. Με τον τρόπο αυτό ένας πρωτοπρόσωπος ποιητικός λόγος απευθύνεται και στον αποδέκτη/αναγνώστη;
Θα μπορούσε. Ο πρωτοπρόσωπος λόγος συνήθως διαθέτει αμεσότητα σε σχέση με άλλους. Δεν γράφεις όμως με πυξίδα τον αποδέκτη-αναγνώστη. Γράφεις όπως σου υποδεικνύει ο ένδον οφθαλμός. Ασφαλώς, ένα μυημένο κοινό είναι και πιο δεκτικό στην κατανόηση της δομής του ποιητικού λόγου. Ούτως ή άλλως, μεγάλο κοινό για την ποίηση δεν υφίσταται. Σε κάθε περίπτωση όμως,πόσο απελευθερωτικό θα ήταν, αν ο αναγνώστης, ο κάθε αναγνώστης, προσέγγιζε την ποίηση με την αθωότητα της ματιάς μικρού παιδιού!
-
Να επιμείνω λίγο ακόμη στην παρουσία του αναγνώστη. Κατά τη γνώμη σου, έχει το ελεύθερο να ερμηνεύει (καταξιώνοντας έτσι μια διαφορετική πρόσληψη της ποίησης) ή οφείλει να ακολουθήσει τα ίχνη που τεχνηέντως του προσφέρει ο ποιητής;
Δεν οφείλει κανείς να ακολουθήσει τίποτα. Ασφαλώς και έχει ο αναγνώστης το ελεύθερο να ερμηνεύσει την ποίηση ανάλογα με την δική του αντιληπτικότητα και τις δικές του προσλαμβάνουσες. Βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και γοητευτική παράλληλα την ιδιάζουσα συνάντηση ποιητή και αναγνώστη. Η Τέχνη αγγίζει χορδές τόσο ανόμοιες, ανασύρει συνειρμούς άσχετους με την αρχική έμπνευση του δημιουργού. Για μένα εκεί βρίσκεται το θαυμαστό, στις διαφορετικές, ίσως και προκλητικές προσεγγίσεις του θέματος, πώς δηλαδή λειτουργεί η ποίηση ατομικά, δημιουργώντας μια σφαιρική πρόσληψη και ένα είδος αλυσίδας, που αρχίζει από το σημείο μηδέν και συνεχίζει στο διηνεκές. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η μεταμόρφωση του ποιητικού γίγνεσθαι. Το ζητούμενο δεν είναι να ερμηνεύσει ο αναγνώστης την αρχική έμπνευση του ποιητή, σημασία έχει να ακουμπήσει η ψυχή του στο ποίημα. Να του μεταδώσει συγκίνηση, μέσω οποιασδήποτε οδού.
-
Επιχειρώ μια τολμηρή ερώτηση, καθώς η βιωματική γραφή σου με παροτρύνει: μπορεί η ποίηση να γράφει ξανά την ιστορία μας με την ωριμότερη επισκόπηση αλλά και με όποιες ανακολουθίες, απιστίες στην αλήθεια των πραγμάτων, με μεταποιήσεις εικόνων, προσώπων και τόπων; Είναι ένας διαφορετικός τρόπος βίωσης της πραγματικότητας; Και, αν ισχύει αυτό, πού θα μας οδηγούσε;
Η ποίηση δεν είναι σε θέση να αλλάξει μια ήδη βιωμένη στο πέρασμα του χρόνου πραγματικότητα. Όλα στέκουν στη θέση τους, μη αναστρέψιμα, οι θάνατοι, οι αρρώστιες, οι πάσης φύσεως απώλειες, οι προσωπικοί δαίμονες. Σε καμία περίπτωση δεν ξαναγράφεται η ιστορία. Όμως, κάτω από το ποιητικό ντύμα, πιστεύω πως ο ποιητής οφείλει να ξεγυμνώνεται, να παραθέτει σε κοινή θέα την αλήθεια του και μέσω αυτής να λειαίνει τις γωνίες, να επανεξετάζει εαυτόν κατά το πυθαγόρειο: «πῇ παρέβην, πῇ δ’ ἔρεξα, τί μοι δέον οὐκ ἐτελέσθη;». Αυτό ενίοτε οδηγεί σε εσωτερική ελευθερία. Αυτό μπορεί να οδηγήσει και στη συγκίνηση, έννοια υψηλή και δίφορη: αφενός, διότι μεταδίδεται στο κοινό μέσω της ποιητικής μέθεξης και αφετέρου, διότι κατορθώνει να συν-κινήσει τον δημιουργό, ναταρακουνήσει τους έσω φλοιούς. Κάτω απ’ αυτήν την οπτική, ναι, η ποίηση είναι μια διαφορετική στάση προς τα πράγματα. Δεν είναι ιδιότητα που την φοράς και την περιφέρεις, ώσπου «να σου γίνει σαν μια ξένη, φορτική». Έχω την αίσθηση πως η ποίηση είναι μύηση στα μυστήρια της ψυχής.
-
Γράφεις: Πόσες νεράιδες χρειάζονται/ για να τελειώσει ένα παραμύθι;/ τουλάχιστον τρεις/ οι δυο πρώτες είναι εύκολες τις προσπερνάς/ η τρίτη σε μπερδεύει/ σε αναγκάζει ν’ ανασκαλέψεις παλιά λευκώματα/ σε σέρνει εκεί που δύσκολα θα πήγαινες ξανά. («Εκεί που δύσκολα θα πήγαινες ξανά»). Ακόμα και με την παραμυθητική/παρηγορητική δράση του μύθου, είναι η ποίηση μια δύσκολη υπόθεση;
Αν μπορώ και εγώ να δώσω μια τολμηρή απάντηση, πιστεύω πως η ποίηση λειτουργεί εξίσου στον δημιουργό όσο και στο κοινό με όρους εσωτερικού επαναπροσδιορισμού. Επαναπροσδιορίζονται τα «έσω», χωρίς να υφίσταται συνειδητά μια τέτοια αρχική πρόθεση. Υπ’ αυτήν την έννοια η ποίηση αποτελεί μια πολύ δύσκολη υπόθεση και συνάμα μια έξοχη, προς στιγμήν, απελευθερωτική κίνηση. Το σημαντικό δεν είναι να πιστοποιήσεις το βαθμό της δυσκολίας στην υπόθεση «ποίηση», αλλά να συλλάβεις τη διάσταση του απρόβλεπτου και ανατρεπτικού που εμπεριέχει. Εκεί κανείς δεν μπορεί να βεβαιώσει ούτε πόσο διαρκής ούτε πόσο συμφιλιωτική είναι. Γι’ αυτό και το ποίημα στο οποίο αναφέρθηκες, κλείνει με τους στίχους: με τους οποίους επί της ουσίας κλείνει και όλη η συλλογή. Δεν υπάρχει τέλος σ’ αυτό το ταξίδι του νου και της ψυχής. Η άρνηση να υπαινιχθείς, έστω, την τελική εικόνα, να την αφήνεις να αιωρείται σαν να μην σημαίνει τίποτα, εκεί για μένα βρίσκεται η γοητεία της αποδοχής πως δεν υπάρχει βυθός και επιφάνεια, αλλά ένα απέραντο, ανεξερεύνητο σύμπαν.
-
Παράλληλα ασχολείσαι και με τη φωτογραφία. Μάλιστα σε κάποια από τα ποιήματά σου, πέρα από την παρουσία των εικόνων, ξεχωρίζει η παρείσφρηση του χρώματος, είτε δηλώνεται με τις λέξεις είτε υπονοείται ως αίσθηση. Πόση ποίηση, αλήθεια, χωρά μέσα σε μία φωτογραφία, αλλά και πόσο εικαστική είναι η ποίηση; Αν έδινες χρώμα στην ποίηση σου, ποιο θα επέλεγες;
Πιστεύω τώρα, μετά από κάποια χρόνια, πως και η ποίηση και η καλλιτεχνική φωτογραφία αφήνουν το χνάρι τους πάνω μου, λειτουργώντας ανεξάρτητα η μία από την άλλη, αλλά και σε ένα συνεχή διάλογο. Η μία ως ασφαλιστική δικλείδα της άλλης. Σκέφτομαι μια φωτογραφία σαν ποιητικό αφήγημα, θέλω να μου αποκαλύπτει η εικόνα διαφορετικά μονοπάτια, σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων. Την επόμενη στιγμή μπορεί να γράψω στίχους με αφορμή μια «δυνατή» φωτογραφία. Στην μεγάλη εικόνα του δάσους, όμως, αφήνω τα πράγματα να πορεύονται χωρίς να εμπλέκονται, τα αφήνω να ρέουν. Οι Τέχνες είναι ανεξάρτητες και η μια αντλεί ευαισθησία από το μηχανοστάσιο της άλλης. Η φωτογραφία έχει περιορισμένο κάδρο, μπορείς να «αφηγηθείς» ως ένα σημείο. Η ποίηση διαθέτει μεγαλύτερο εύρος ανάπτυξης, κύρια μέσω του Λόγου. Μπορεί να είναι και εικαστική, να χρησιμοποιείται δηλαδή το χρώμα ως στοιχείο αφήγησης, να υποβάλλει μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα, όχι όμως ένα χρώμα να την καθορίζει. Οι ισορροπίες είναι λεπτές. Δεν θα μπορούσα να επιλέξω ένα χρώμα που να διατρέχει τα ποιήματα μου. Θα ήταν εύκολο να πω ένα και να ξεμπερδεύω. Η ποίηση είναι σαν τη φύση, κρύβει τεράστια γκάμα χρωμάτων, αποχρώσεων και αντιθέσεων ανάμεσά τους. Έτσι θέλω να το βλέπω. Ιδανικά, θα επιθυμούσα οι φωτογραφίες μου να εμπεριέχουν έστω και ψήγματα ποίησης. Να «διαβάζει» κάποιος πίσω από την εικόνα μια κρυφή ιστορία, ένα δικό του αφήγημα. Και η εικόνα να «στέκει στον αέρα». Θα ευχόμουν επίσης, δυνητικά, ένα ποίημα μου να έχει όλα τα στοιχεία: λόγο, εικόνα, ήχο, πρόκληση, ευλάβεια, να είναι πολύχρωμο και πολυποίκιλτο.
-
Το ποίημα, επομένως, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, βρίσκει τον κοινό του τόπο και με άλλες μορφές Τέχνης. Ισχύει αυτό και στη σχέση με τη μουσική, που αποτελεί άλλο ένα από τα ενδιαφέροντά σου; Το ποίημα ηχεί μουσικά;
Το ποίημα ηχεί και μουσικά. Άλλωστε, την ποίηση, όταν γράφεις, την τραγουδάς σιωπηλά, την χαϊδεύεις λέξη τη λέξη. Μπορεί να έχω ασχοληθεί κύρια με την κλασική μουσική, την ποίηση όμως την αισθάνομαι μέσα από άλλους μουσικούς δρόμους. Σαν το κλάμα μοναχικού κλαρίνου σε βουνοκορφή, σαν ελαττωμένη συγχορδία και παράλληλη όγδοη, που μισούσε ο Μπαχ. Την ψάχνω στο ρεμπέτικο και στο λυγμό της Ουμ Καλσούμ, στις εξόδιες ακολουθίες. Στο δικό μου κόσμο ο ήχος του στίχου έχει λύπη και το τέλος της φράσης είναι εκπνοή, σαν ένα -αχ. Απαντώντας λοιπόν, οι Τέχνες είναι αλληλένδετες, αλλά και ανεξάρτητες ως προς τον τρόπο έκφρασης. Λειτουργούν λίγο πολύ ως συγκοινωνούντα δοχεία, η μία τρέφεται από την ευαισθησία της άλλης. Όλες έχουν αίσθημα, εικόνα, ήχο, η ποίηση διαθέτει και τον Λόγο. Πάντως, δεν αισθάνθηκα, ως τώρα, την ανάγκη να γράψω στίχους, ακούγοντας μια μουσική φράση. Η γνώση, εν τούτοις, των μουσικών κανόνων με βοήθησε στην ποιητική έκφραση, στην οργάνωση μιας πιο αυστηρής δομής του στίχου.
-
Θα τελειώσω πάλι με το παραμύθι που εισβάλλει στην ποίησή σου – αδύνατον να το αγνοήσει κανείς. Έχει τη δύναμη, εκτός από τον παρηγορητικό του ρόλο, να «καθοδηγήσει» τη ζωή αλλιώς; Επιχειρώ να ερμηνεύσω τον τίτλο Παραμύθια ανάποδα, επισημαίνοντας ταυτόχρονα τους στίχους σου: Τι παραμύθι να σου πω/να πεταχτείς απάνω/ανάποδο θα σου το πω/να στρέψει αλλιώς το ριζικό («Θαύματα στις μύτες των ποδιών»).
Ο παραμυθικός λόγος έτσι κι αλλιώς έχει την ικανότητα να μπερδεύει γλυκά το ορατό με το μη ορατό. Μέσα από τους στίχους που προανέφερες, επιχειρώ με όρους ποιητικούς«να σπάσω την αλυσίδα», να καταφέρω μια αντιστροφή του οριστικού. Έτσι ξορκίζεται ηπιότερα ο φόβος και η μοναξιά του θανάτου. Η Τέχνη προσφέρει κάποιες τέτοιες διακριτικές ευχέρειες. Εκεί που τελειώνει η λογική, σε ένα αδιέξοδο συνήθως, αρχίζει ο μύθος, η ποίηση. Για να εισβάλλεις όμως στο παραμύθι, οφείλεις να προσαρμόσεις το «εγώ» σου στα δεδομένα του, να σεβαστείς τους όρους του. Στην τελευταία νομίζω σκηνή στο Stalker του Αντρέι Tαρκόφσκι, το μικρό κορίτσι καρφώνει επίμονα το βλέμμα στο ποτήρι πάνω στο τραπέζι. Προσπαθεί με την αστραπή των ματιών και μόνο να κινήσει το ποτήρι στην επιφάνεια, πιστεύοντας πως αν το πετύχει, θα είναι ικανή να σώσει και να σωθεί. Το βλέμμα της σχεδόν κλαίει. Και το θαύμα γίνεται. Είναι η στιγμή που τα θαύματα μπορούν να σηκωθούν και στις μύτες. Όπως συμβαίνει στην Τέχνη γενικότερα, δυστυχώς όχι σε μια φριχτά αδιάφορη, πεζή καθημερινότητα. Αυτός, λοιπόν, είναι ένας από τους πολλούς τρόπους να διαβάσεις ανάποδα τη ζωή, να την αναποδογυρίσεις, για να δεις και την «καλή» τού κεντήματος ή και την πλάγια όψη. Κανένα παραμύθι, όσο μαγικό, δεν έχει τη δύναμη ν’ αλλάξει δεδομένα. Μπορεί όμως να μεταμορφώσει τον τρόπο θέασης του κόσμου, να στρέψει κατά χιλιοστά τη μεγάλη εικόνα σε αμέθυστους, αλλάζοντας τα χρώματα. Ο Χρόνος τότε δεν χωρά σε μπουκαλάκια, γίνεται υγρός σαν ζεστό απόγευμα. Και το αεράκι σε κείνο το μέρος κάνει τα σκέρτσα του. Το αεράκι Ταξιδευτής. Το αεράκι «Επιστροφεύς».
*******